- καίριμος
- καίριμοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καίριμος — καίριμος, ίμη, ον (Α) [καιρός] 1. καίριος 2. (για κρασί) με έντονη γεύση, δυνατό … Dictionary of Greek
καίριμον — καίριμος masc acc sg καίριμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρίμην — καίριμος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek